- εκθήλυ(ν)ση
- [-ις (-εως)] η изнеживание; изнеженность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκθηλυνόμεθα — ἐκθηλῡνόμεθα , ἐκθηλύνω soften aor subj mid 1st pl (epic) ἐκθηλῡνόμεθα , ἐκθηλύνω soften pres ind mp 1st pl ἐκθηλῡνόμεθα , ἐκθηλύνω soften imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνει — ἐκθηλύ̱νει , ἐκθηλύνω soften aor subj act 3rd sg (epic) ἐκθηλύ̱νει , ἐκθηλύνω soften pres ind mp 2nd sg ἐκθηλύ̱νει , ἐκθηλύνω soften pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνουσι — ἐκθηλύ̱νουσι , ἐκθηλύνω soften aor subj act 3rd pl (epic) ἐκθηλύ̱νουσι , ἐκθηλύνω soften pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκθηλύ̱νουσι , ἐκθηλύνω soften pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνουσιν — ἐκθηλύ̱νουσιν , ἐκθηλύνω soften aor subj act 3rd pl (epic) ἐκθηλύ̱νουσιν , ἐκθηλύνω soften pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκθηλύ̱νουσιν , ἐκθηλύνω soften pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλυνώμεθα — ἐκθηλῡνώμεθα , ἐκθηλύνω soften aor subj mid 1st pl ἐκθηλῡνώμεθα , ἐκθηλύνω soften pres subj mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνεις — ἐκθηλύ̱νεις , ἐκθηλύνω soften aor subj act 2nd sg (epic) ἐκθηλύ̱νεις , ἐκθηλύνω soften pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνεται — ἐκθηλύ̱νεται , ἐκθηλύνω soften aor subj mid 3rd sg (epic) ἐκθηλύ̱νεται , ἐκθηλύνω soften pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνωμεν — ἐκθηλύ̱νωμεν , ἐκθηλύνω soften aor subj act 1st pl ἐκθηλύ̱νωμεν , ἐκθηλύνω soften pres subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλυνομένους — ἐκθηλῡνομένους , ἐκθηλύνω soften pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλυνόμενος — ἐκθηλῡνόμενος , ἐκθηλύνω soften pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνας — ἐκθηλύ̱νᾱς , ἐκθηλύνω soften aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)